- ξυνιστάς
- ξυνιστά̱ς , συνίστημιBJ Prooem.pres part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντεκταίνομαι — Α 1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾱν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.) 2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»] … Dictionary of Greek